- γαιάνθραξ
- (-ακος) ο каменный уголь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαιάνθρακας — ο ονομασία για διάφορα είδη στερεών οργανικών ορυκτών, πλούσιων σε άνθρακα, με χρώμα μαύρο ή γενικά σκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. earth coal). Η λ. γαιάνθραξ μαρτυρείται από το 1846 στον Β. Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek